αποβολιμαίος
Смотреть что такое "αποβολιμαίος" в других словарях:
ἀποβολιμαῖος — apt to throw away masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποβολιμαίος — ἀπολιμαῑος, ον (Α) 1. φρ. «ἀποβολιμαῑος τῶν ὅπλων» αυτός που πετάει τα όπλα του 2. ο ανάξιος λόγου, αυτός που είναι για πέταμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + βόλιμος < βόλος ή βολή < βάλλω] … Dictionary of Greek
ἀποβολιμαῖα — ἀποβολιμαῖος apt to throw away neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)