αποβολιμαίος

αποβολιμαίος
α, ον см. αποβλητέος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αποβολιμαίος" в других словарях:

  • ἀποβολιμαῖος — apt to throw away masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποβολιμαίος — ἀπολιμαῑος, ον (Α) 1. φρ. «ἀποβολιμαῑος τῶν ὅπλων» αυτός που πετάει τα όπλα του 2. ο ανάξιος λόγου, αυτός που είναι για πέταμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + βόλιμος < βόλος ή βολή < βάλλω] …   Dictionary of Greek

  • ἀποβολιμαῖα — ἀποβολιμαῖος apt to throw away neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»